- τριάς
- (I)-άδος, η, ΝΜΑβλ. τριάδα.————————(II)-ᾱντος, ό Α1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο τής λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνηλαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα')».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού λατ. triens «τρίτο, τριτημόριο» (< tres)].
Dictionary of Greek. 2013.